Η κουλτούρα της κλάψας


                             

του Μανόλη Μπουχαλάκη

Η θρηνωδία, οι οδυρμοί, η αγανάκτηση και οι φωνές ανέκαθεν αποτελούσαν συστατικό στοιχείο της φυλής μας. Το τις πταίει, δύσκολο να το προσδιορίσει κανείς. Λίγο οι τραγωδίες του Αισχύλου και των υπολοίπων, λίγο οι διάφορες συμφορές που έχουν επιπέσει στο έθνος, το μοιρολόϊ και η αίσθηση πως αδικούμαστε φαίνεται πως μας ακολουθεί ανά τους αιώνες. 

Αξέχαστα θα μείνουν ορισμένα γεγονότα της εποχής της ψευδοευμάρειας από το τέλος της δεκαετίας του '90 και μετά. Η φρενίτιδα του Χρηματιστηρίου, τα δάνεια και οι πιστωτικές κάρτες που κατέφθαναν προεγκεκριμένα από τις τράπεζες στα σπίτια των πολιτών, η ανάδειξη ενός λαϊφ στάϊλ που παρέπεμπε σε εμίρηδες στο Άμπου Ντάμπι και το Κατάρ, όλα έδειχναν πως η μιζέρια και η κακομοιριά του μέσου Έλληνα είχαν τυλιχθεί στο περιτύλιγμα της κατανάλωσης.

Κι όμως, ακόμη και τότε αν έκανε κανείς μια βόλτα στην αγορά, άκουγε τους επαγγελματίες κλαψιάρηδες να λένε πως "δεν έχει ο κόσμος λεφτά", "ούτε σεφτέ δεν κάναμε σήμερα", "πως να πληρώσω το προσωπικό" και διάφορα άλλα της μεγάλης του Γερο-Λαδά σχολής. 

Μόλις τα τελευταία 2-3 χρόνια έχει φανεί το αβυσσαλέο χάσμα που μας χώριζε από αυτή την εποχή που τα χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες ευρώ έμπαιναν σε τσέπες αχόρταγες και εγωιστικές  Και δε μιλάμε για αστέρες της σόου-μπιζ και δημοσιογράφους (αυτοί ήταν απλησίαστοι), αλλά για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που έπιασαν την "καλή" με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και μάζευαν πακτωλούς χρημάτων.

Εννοείται πως δεν ήταν όλοι οι Έλληνες έτσι. Υπήρξαν πολλοί που κατά την περίοδο της ψεύτικης ανάπτυξης ζούσαν πάλι με λίγα χρήματα και δεν παραπονούνταν. Πάρα πολλοί όμως ήταν αυτοί που απαιτούσαν από το κράτος κι άλλα λεφτά, κι άλλα επιδόματα, κι άλλα κονδύλια. Κάποτε ο Κώστας Σημίτης, βλέποντας πως χάνει το παιχνίδι από τον Κ. Καραμανλή έκανε μια προσπάθεια να δώσει επιπλέον λεφτά στο λαό. Το αποτέλεσμα; Και τα λεφτά εισπράχθηκαν και τις εκλογές τις έχασε. 

Αυτή η ίδια ακριβώς νοοτροπία του "δώσε κάτι και σε μένα, μπάρμπα", ρεζίλεψε την Ελλάδα παγκοσμίως για μια ακόμη φορά με τις εικόνες των "πονόψυχων" αγροτών να μοιράζουν μαρουλάκια και ζαρζαβατικά στο παραληρούν κοινό ωσάν να επρόκειτο για συναυλία των Μπιτλς με τις νεάνιδες να αφιονίζονται κάτω από την εξέδρα.

Η εικόνα που δίνει η χώρα με αυτά τα κωμικοτραγικά είναι πως οι Έλληνες πεινούν και λιμοκτονούν. Όμως μια χώρα που ακόμη κι αν έχασε το εν τρίτο της αγοραστικής της ισχύος παραμένει 37η παγκοσμίως (ανάμεσα σε 200 χώρες) σε πλούτο, δεν πεινάει. 

Αυτό που υπάρχει στη χώρα μας είναι κοινωνική δυστυχία σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που απότομα μετέβη από τη μεσαία στην κατώτερη τάξη λόγω ανεργίας, δανείων και μειώσεων αποδοχών. Αυτό είναι ένα σοβαρότατο κοινωνικό θέμα που πρέπει τάχιστα να το λύσει το κράτος με ενίσχυση των κοινωνικών δομών για να μην αποκλειστούν από την κοινωνία όσοι έχουν πληγεί. 

Πάλι όμως οι πληγέντες δεν συνιστούν ομάδα που χρήζει επισιτιστικής βοήθειας. Φάρμακα ενδεχομένως χρειάζονται και ιατρική περίθαλψη, αλλά σίγουρα το φαγητό είναι διαθέσιμο από πολλές πηγές: Από ενορίες, συσσίτια, ΜΚΟ, εθελοντές, κοινωνικά παντοπωλεία, κλπ. 

Η εμφάνιση ωστόσο μιας κοινωνίας που δείχνει μια εικόνα πεινασμένων ανθρώπων προκαλεί οίκτο και πολλοί που ήδη δεν μας θέλουν σαν λαό με την πρώτη ευκαιρία θα μας χτυπήσουν το "εσείς δεν έχετε να φάτε και θέλετε και τούτο και το άλλο". Από τα μάρμαρα του Παρθενώνα μέχρι τη διοργάνωση ενός αθλητικού γεγονότος ή συνεδρίων, πάντα θα πρέπει να εξηγούμε πως ναι μεν βιώνουμε κρίση αλλά δεν πεινάμε. 

Εκτός τούτων, πλήττεται και ο τουρισμός διότι πολλοί τουρίστες θα φύγουν για άλλα μέρη νομίζοντας πως εδώ είτε θα τους αρπάξουν το πορτοφόλι ή θα τους περιμένουν στα πεζοδρόμια να τους ζητήσουν κανένα ευρώ. 

Κάποτε πρέπει να πιστέψουμε στις δικές μας δυνάμεις και να αποβάλλουμε την κουλτούρα της κλάψας και της απογοήτευσης. Ίσως έτσι δούμε πως ο δρόμος για ανάκαμψη είναι συντομότερος από όσο νομίζαμε. 

Σχόλια