του Μανόλη Μπουχαλάκη
Συνεχίζονται τα παράπονα από αρκετούς συμπολίτες μας οι οποίοι βλέπουν τα καρτέλ πάσης φύσεως στο εμπόριο να μην καταλαβαίνουν και πολλά περί κρίσης και ανέχειας σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.
Δειγματοληπτικά, ένας φραπέ κοστίζει ακόμα από 2,5 έως 3,5 ευρώ, ένας Ελληνικός από 2 - 3 ευρώ, ένα απλό σάντουϊτς από 2 - 3 ευρώ και ένα μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό από 1 - 2 ευρώ. Αυτές οι τιμές δεν αφορούν γκλαμουράτα καφέ σε παραλιακές ζώνες αλλά συνοικιακά καφέ και αναψυκτήρια. Για την εστίαση, τα πράγματα είναι κι εδώ ομιχλώδη. Μια μπριζόλα χοιρινή κοστίζει από 6 - 8 ευρώ και τα μακαρόνια με κιμά από 6 έως 7 ευρώ. Κι εδώ βέβαια δε μιλάμε για γκουρμέ και σικάτα εστιατόρια αλλά για απλά, κλασικά και ενίοτε τουριστικά.
Ακόμα και σε σουβλατζίδικα και πιτσαρίες οι τιμές λίγο έχουν αναπροσαρμοστεί ιδιαίτερα αν παραγγείλει κανείς μαγειρευτό φαγητό. Σε ορισμένα μάλιστα σουβλατζίδικα το απλό σουβλάκι με τις πατάτες κοστίζει σχεδόν 4 ευρώ.
Άν περάσουμε στα είδη ένδυσης και υπόδησης, εκεί οι αποκλίσεις είναι δραματικές. Πέρα από τα κινέζικα μαγαζιά, τα λεγόμενα κλασικά εμπορικά σπάνια κάνουν την υπέρβαση στην οικονομία και αν κανείς βαδίσει στους κεντρικούς δρόμους της αγοράς π.χ. του Ηρακλείου θα δει παπούτσια ανδρικά προς 100 ευρώ και γυναικεία προς 150. Βέβαια, ο μαγαζάτορας θα ισχυριστεί πως ότι πληρώνεις παίρνεις και πως το εμπόρευμά του είναι μεν ακριβό αλλά ποιοτικό και επώνυμο.
Βέβαια, το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί και ο εστιάτορας. Θα μπορούσε να ορκιστεί οτι χρησιμοποιεί στα φαγητά του ελαιόλαδο βιολογικής καλλιέργειας, οτι τα πιάτα τα ελέγχει σεφ που έχει είκοσι αστέρια Μισελέν, οτι το κοτόπουλό του βόσκει μόνο με καλαμπόκι που το φύτευσαν σε ειδικές ατμοσφαιρικές συνθήκες και οτι το ρύζι του προέρχεται από φυτείες που βρίσκονται δίπλα σε ένα πανάρχαιο βουδιστικό ναό και έχει την ευλογία του Δαλάϊ Λάμα.
Παρομοίως, ένα ποτό σε ένα κλαμπ ή καφέ μπορεί άνετα να κοστίζει 7 ευρώ διότι ο επιχειρηματίας μπορεί να διακόσμησε με μεράκι το μαγαζί του ή μπορεί να έβαλε όμορφες σερβιτόρες με ατελείωτα πόδια να σου φέρνουν το ποτό (οι οποίες όμως μπορεί να αμείβονται με ψίχουλα).
Με άλλα λόγια, ο κάθε ένας μπορεί να ισχυριστεί οτιδήποτε για να δικαιολογήσει την ακρίβεια. Και όσο υπάρχουν πελάτες που αδιαμαρτύρητα θα αγοράσουν το προϊόν που πουλάει, ή θα τρώνε το φαγητό και θα πίνουν το ποτό που σερβίρει, τόσο δεν αισθάνεται κανένα λόγο να μειώσει τις τιμές του.
Εννοείται οτι δεν γίνεται ένα πραγματικά ποιοτικό πιάτο να έχει την τιμή φαστ φουντ, ούτε ένα καλό παπούτσι την τιμή ενός ευτελούς ποιότητας. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι να υπάρχει μια διάθεση για έστω και μικρή υποχώρηση των τιμών ώστε να δοθεί στους καταναλωτές ένα επιπλέον κίνητρο να αγοράσουν κάτι ποιοτικό. Όσον αφορά τις εκπτώσεις και τις προσφορές, σε πλείστες των περιπτώσεων διαπιστώνει κανείς οτι στα πραγματικά καλά είδη η έκπτωση του 10% είναι αμελητέα και αγγίζει τα όρια του εμπαιγμού. Κάποιες φορές, δε, ορισμένοι έμποροι κάνουν και διάφορα "τρικ" με τις τιμές για να φαίνεται η έκπτωση σημαντική.
Ενάντια στους ασυνείδητους κάθε κατηγορίας, λοιπόν, οι καταναλωτές καλούνται να οργανωθούν και να αποκτήσουν καταναλωτική συνείδηση. Να αποφεύγουν κάθε μορφής αισχροκέρδεια και να την στηλιτεύουν. Να τιμούν το σωστό επιχειρηματία που πουλά σε λογικές τιμές και να αφήνουν κάθε ακραίο κερδοσκόπο μονάχο του με τα τραπέζια του ή τα εμπορεύματά του.
Από την άλλη, ο εμπορικός κόσμος οφείλει να πιάσει το σφυγμό της κοινωνίας η οποία στην πλειοψηφία της έχει δει τα εισοδήματά της να μειώνονται και τις τράπεζες να μην δίνουν πλέον πίστωση για τίποτα εκτός σπανιοτάτων περιπτώσεων. Οι εποχές που αδαείς και αφελείς καταναλωτές "φούλαραν" δέκα και είκοσι πιστωτικές κάρτες έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τα δε διακοποδάνεια, εορτοδάνεια και λοιπά φαιδρά έχουν περάσει στο μουσείο της καταναλωτικής παράνοιας που ευχόμαστε να μην ξαναέρθει στη χώρα μας.
Στο χέρι όλων λοιπόν είναι να ρυθμιστεί η αγορά και να μη ζούμε "στης ακρίβειας τον καιρό" εν μέσω κρίσης η οποία επηρεάζει τόσο το μέσο καταναλωτή όσο και το μέσο και ειλικρινή έμπορο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου